μεταχειρισμένος

μεταχειρισμένος
-η, -ο
αυτός που έχει χρησιμοποιηθεί, που δεν είναι καινούριος, ο φθαρμένος: Αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταχειρισμένος — η, ο βλ. μεταχειρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — μεταχειρίζομαι, μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: μεταχειρίζομαι : η μτχ. μεταχειρισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (μεταχειρισμένο αυτοκίνητο → όχι καινούριο, χρησιμοποιημένο). Το ρ. είναι μεταβατικό (μεταχειρίζομαι κάτι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • φορεμένος — η, ο, Ν αυτός που έχει φορεθεί, μεταχειρισμένος …   Dictionary of Greek

  • φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …   Dictionary of Greek

  • άτριφτος — η, ο 1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Το πιπέρι ήταν άτριφτο. 2. αυτός που δεν είναι πολύ μεταχειρισμένος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν άτριφτα, καινούργια. 3. αδαής, ατζαμής: Είναι ακόμη άτριφτος στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταχειρίζομαι — μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος, κάνω χρήση κάποιου, χρησιμοποιώ: Μεταχειρίζεται ξένες λέξεις στο λόγο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορεμένος — η, ο (για ό,τι φοράει κανείς), μεταχειρισμένος, όχι καινούριος, αυτός που έχει φορεθεί και άλλοτε: Είναι φορεμένο εσώρουχο και γι αυτό όχι καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”